- κακοήθης
- -όηθες (Α κακοήθης, -όηθες)1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ 'φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.)2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης όγκος»)νεοελλ.1. αυτός που γίνεται παρά τον ηθικό νόμο («κακοήθης συμπεριφορά»)2. αισχρός, ανήθικος, αχρείος, φαύλος («κακοήθης γυναίκα»)αρχ.1. (για πράγματα) ο χειρίστου είδους, ελεεινός («κλειδία κρυπτὰ κακοηθέστατα»)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόηθεςη κακία («τὸ κακόηθες τοῡτο καὶ ἀκόλαστον καὶ ἀνελεύθερον καὶ ἄσχημον», Πλάτ.).επίρρ...κακοήθως (Α κακοήθως)με κακοήθη τρόπο, άτιμα, αισχρά, δόλιααρχ.ιατρ. με δύσκολη θεραπεία, με πιθανή μοιραία έκβαση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο-ήθης, χρηστο-ήθης].
Dictionary of Greek. 2013.